- ἐπιδαψιλεύσομαι
- ἐπιδαψιλεύομαιaor subj mp 1st sg (epic)ἐπιδαψιλεύομαιfut ind mp 1st sgἐπιδαψιλεύωaboundaor subj mid 1st sg (epic)ἐπιδαψιλεύωaboundfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.